Τέτοιες μέρες έφυγε η Μαλβίνα… Έτσι χωρίς επώνυμο…
Υπάρχουν άνθρωποι που μας μένουν έτσι στη μνήμη με το μικρό όνομά τους. Μ’ άρεσαν τα κότσια της, μ’ άρεσε πόσο γνώστρια της ελληνικής γλώσσας ήταν, έτσι ώστε να πλάθει τις λέξεις στα μέτρα της και να τις υποτάσσει στον γραπτό και τον προφορικό της λόγο. Μ’ άρεσε το αγορέ μαλλί της, αλλά συνάμα ήταν ότι πιο θηλυκό και αισθησιακό είχα δει.
Μ’ άρεσε η τρέλα της να αλλάζει στυλ και να ζει σε μία δική της εποχή. Από τις υπερβολές της δεν μ’ άρεσε που ενώ ήταν δυνατή έχανε το κέντρο βάρος της και άφηνε τον κάθε βλάκα να την κάνει κομμάτια.
Η Μαλβίνα ήταν μπροστά από την εποχή μας (της). Δεν υπάρχει εποχή που να αντέχει ξεχωριστές προσωπικότητες. Ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον στεριώνουν αυτές. Είναι καταραμένες να τριγυρνούν ανάμεσα σε «τυφλούς», σε «κωφούς», σε «άνοστους» και «έξυπνους» ανθρώπους περιμένοντας να φύγουν από τη ζωή μπας και γίνουν κατανοητοί.
Την Μαλβίνα την χρειάζονταν η εποχή μας. Μία εποχή στείρα και ανέραστη. Λέει η «Ματριόσκα η κόκκινη» για αυτήν: «Η Μαλβίνα δεν έγραφε για τους έρωτες λείψανα που έχουν βουλιάξει χρόνια σε έναν καναπέ, έρωτες που το κρεβάτι τους έχει γίνει η έρημος Σαχάρα, αλλά μένουν μαζί με την ανάμνησή του «κάποιου πάθους» που ένιωθαν και που για χάρη του υπομένουν την ανία τους από τον φόβο μη μείνουν μόνοι ή τι θα πει ο κόσμος. Αυτοί δεν ήταν οι έρωτες για τους οποίους έγραφε η Μαλβίνα. Ο πρωταρχικός ερωτικός πόθος χάνεται, αλλά αν ο άλλος δεν είναι το πάθος σου, αυτός που βλέπεις απέναντί σου και να νιώθεις το αίμα σου να κυλά με ορμή μέσα στις φλέβες σου, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθείς να χώσεις τις λέξεις της στα μικρά σου συναισθήματα».
Επιδερμικοί σαρκικοί έρωτες ή άνευρες αγάπες δεν ήταν εκείνο το οποίο επιθυμούσε η ίδια για τη ζωή της και ούτε για τις ζωές των άλλων. Ήθελε μεγάλα πάθη που οδηγούσαν σε μεγάλα λάθη. Αν δεν πέφτεις με τα μούτρα πάνω στον άλλον να φας την ύπαρξη του ολάκερη και εσύ δεν ρίχνεις όλες τις άμυνές σου ώστε να σε κατασπαράξει αυτός, τότε για ποιο πράγμα μιλάμε; Ο έρωτας είναι για τους τρελούς, τους ονειροπόλους εκείνους που δεν φοβούνται να εκτεθούν, να χάσουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, τον ουρανό πάνω από το κεφάλι τους ξανά και ξανά και ξανά. Αυτό αποζητούσε από τους έρωτες της η Μαλβίνα, αυτό ήθελε και για μας εκείνη όταν έγραφε αυτά που έγραφε. Να ζούμε, να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε πάλι και πάλι όπως έκανε η ίδια. Έπειτα από κάθε δύσκολη ιστορία έβγαινε πιο δυνατή, αλλά ταυτόχρονα και πιο έτοιμη να πέσει στα δίχτυα του επόμενου έρωτα».
Έφυγε στα 52 της χρόνια και αν σήμερα ζούσε θα την απολαμβάναμε να γράφει για όλα τα τραγελαφικά που συμβαίνουν στην εποχή μας.
Μας λείπει η ματιά της, το γράψιμο της, η οξυδέρκεια της, το σπιρτόζικο χιούμορ της, τα «γαλλικά» της.
Έφυγε χωρίς να φανταστεί να λέει: «Πληγώθηκα και κρατάω πισινή». Έλεγε: «Πέσε με τα μούτρα ποτέ δεν ξέρεις ποιος έρωτας θα είναι ο τελευταίος σου, ποιο θα είναι το τελευταίο σου χαμόγελο ή το δάκρυ σου, μη μένεις ξερό κούτσουρο, κουμπωμένο σακάκι, παρατηρητής των άλλων μέχρι να φύγεις από τη ζωή. Ούτε συμβιβασμένος, μίζερος, χαμένος σε καναπέδες και ήσυχα κρεβάτια που δεν τρίζουν πια».
Αν θέλεις να μνημονεύεις Ανθρώπους σαν τη Μαλβίνα πρέπει να τολμάς και σαν εκείνη…
Υπάρχουν άνθρωποι που μας μένουν έτσι στη μνήμη με το μικρό όνομά τους. Μ’ άρεσαν τα κότσια της, μ’ άρεσε πόσο γνώστρια της ελληνικής γλώσσας ήταν, έτσι ώστε να πλάθει τις λέξεις στα μέτρα της και να τις υποτάσσει στον γραπτό και τον προφορικό της λόγο. Μ’ άρεσε το αγορέ μαλλί της, αλλά συνάμα ήταν ότι πιο θηλυκό και αισθησιακό είχα δει.
Μ’ άρεσε η τρέλα της να αλλάζει στυλ και να ζει σε μία δική της εποχή. Από τις υπερβολές της δεν μ’ άρεσε που ενώ ήταν δυνατή έχανε το κέντρο βάρος της και άφηνε τον κάθε βλάκα να την κάνει κομμάτια.
Η Μαλβίνα ήταν μπροστά από την εποχή μας (της). Δεν υπάρχει εποχή που να αντέχει ξεχωριστές προσωπικότητες. Ούτε στο παρελθόν ούτε στο μέλλον στεριώνουν αυτές. Είναι καταραμένες να τριγυρνούν ανάμεσα σε «τυφλούς», σε «κωφούς», σε «άνοστους» και «έξυπνους» ανθρώπους περιμένοντας να φύγουν από τη ζωή μπας και γίνουν κατανοητοί.
Την Μαλβίνα την χρειάζονταν η εποχή μας. Μία εποχή στείρα και ανέραστη. Λέει η «Ματριόσκα η κόκκινη» για αυτήν: «Η Μαλβίνα δεν έγραφε για τους έρωτες λείψανα που έχουν βουλιάξει χρόνια σε έναν καναπέ, έρωτες που το κρεβάτι τους έχει γίνει η έρημος Σαχάρα, αλλά μένουν μαζί με την ανάμνησή του «κάποιου πάθους» που ένιωθαν και που για χάρη του υπομένουν την ανία τους από τον φόβο μη μείνουν μόνοι ή τι θα πει ο κόσμος. Αυτοί δεν ήταν οι έρωτες για τους οποίους έγραφε η Μαλβίνα. Ο πρωταρχικός ερωτικός πόθος χάνεται, αλλά αν ο άλλος δεν είναι το πάθος σου, αυτός που βλέπεις απέναντί σου και να νιώθεις το αίμα σου να κυλά με ορμή μέσα στις φλέβες σου, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθείς να χώσεις τις λέξεις της στα μικρά σου συναισθήματα».
Επιδερμικοί σαρκικοί έρωτες ή άνευρες αγάπες δεν ήταν εκείνο το οποίο επιθυμούσε η ίδια για τη ζωή της και ούτε για τις ζωές των άλλων. Ήθελε μεγάλα πάθη που οδηγούσαν σε μεγάλα λάθη. Αν δεν πέφτεις με τα μούτρα πάνω στον άλλον να φας την ύπαρξη του ολάκερη και εσύ δεν ρίχνεις όλες τις άμυνές σου ώστε να σε κατασπαράξει αυτός, τότε για ποιο πράγμα μιλάμε; Ο έρωτας είναι για τους τρελούς, τους ονειροπόλους εκείνους που δεν φοβούνται να εκτεθούν, να χάσουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, τον ουρανό πάνω από το κεφάλι τους ξανά και ξανά και ξανά. Αυτό αποζητούσε από τους έρωτες της η Μαλβίνα, αυτό ήθελε και για μας εκείνη όταν έγραφε αυτά που έγραφε. Να ζούμε, να πέφτουμε και να σηκωνόμαστε πάλι και πάλι όπως έκανε η ίδια. Έπειτα από κάθε δύσκολη ιστορία έβγαινε πιο δυνατή, αλλά ταυτόχρονα και πιο έτοιμη να πέσει στα δίχτυα του επόμενου έρωτα».
Έφυγε στα 52 της χρόνια και αν σήμερα ζούσε θα την απολαμβάναμε να γράφει για όλα τα τραγελαφικά που συμβαίνουν στην εποχή μας.
Μας λείπει η ματιά της, το γράψιμο της, η οξυδέρκεια της, το σπιρτόζικο χιούμορ της, τα «γαλλικά» της.
Έφυγε χωρίς να φανταστεί να λέει: «Πληγώθηκα και κρατάω πισινή». Έλεγε: «Πέσε με τα μούτρα ποτέ δεν ξέρεις ποιος έρωτας θα είναι ο τελευταίος σου, ποιο θα είναι το τελευταίο σου χαμόγελο ή το δάκρυ σου, μη μένεις ξερό κούτσουρο, κουμπωμένο σακάκι, παρατηρητής των άλλων μέχρι να φύγεις από τη ζωή. Ούτε συμβιβασμένος, μίζερος, χαμένος σε καναπέδες και ήσυχα κρεβάτια που δεν τρίζουν πια».
Αν θέλεις να μνημονεύεις Ανθρώπους σαν τη Μαλβίνα πρέπει να τολμάς και σαν εκείνη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αφήστε το σχόλιό σας