Η ελληνοϊταλική συμφωνία για την ΑΟΖ του Ιονίου αποτελεί για την ντόπια αστική τάξη ένα ακόμη «επεισόδιο» στον αντιδραστικό ανταγωνισμό της με την αστική τάξη της Τουρκίας. Έναν ανταγωνισμό που έχει πάρει ιδιαίτερα επικίνδυνη τροπή το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο επειδή η κάθε αστική τάξη επιδιώκει και αναζητά στα πλαίσια της εξάρτησης αναβαθμισμένο ρόλο στην περιοχή (η μία σε βάρος της άλλης), αλλά κυρίως επειδή αυτή η αναζήτηση καθορίζεται από έναν ολοένα και πιο οξύ ανταγωνισμό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, την Ανατολική Μεσόγειο, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια...
Η αστική τάξη της Ελλάδας, που θεώρησε -ένα προηγούμενο διάστημα- τη σχετική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, σαν μια ευκαιρία για να ανταμειφτεί από τους ιμπεριαλιστές και κυρίως από τις ΗΠΑ για τις «καλές της υπηρεσίες», είδε για μια ακόμη φορά τις ελπίδες και τις μωροφιλοδοξίες της να σκορπίζονται από τη θύελλα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Το άνοιγμα του δρόμου «επανάκαμψης» της Τουρκίας στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συνοδεύτηκε από τη διαπραγμάτευση της τουρκικής άρχουσας τάξης για ένα ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο. Η αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ, το τουρκολιβυκό σύμφωνο και η αναγγελία ερευνητικών γεωτρήσεων σχεδόν έξη μίλια από ελληνικά νησιά, χτύπησαν το καμπανάκι του κινδύνου για την άρχουσα τάξη της Ελλάδας που πίστευε ότι με τους τριμερείς –made in USA-άξονες θα στρίμωχνε τον ανταγωνιστή στα μικρασιατικά παράλια. Η «ουδέτερη» θέση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, προκάλεσε στον αστικό κόσμο της χώρας -που είναι εθισμένος να στηρίζεται σε ξένες πλάτες- έντονη ανησυχία και ανασφάλεια.
Με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς να ξεφεύγει ούτε κατά ένα εκατοστό από την αμερικανόστροφη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητάει στηρίγματα και σε άλλες πλευρές, όπως αυτή του «κουρελή ιμπεριαλισμού» της Ιταλίας. Θεωρεί ότι η λογική της «μέσης γραμμής» και «της πλήρους επήρειας των νησιών» στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, που χαρακτηρίζουν τη συμφωνία Δένδια-Ντι Μάιο, δημιουργούν θετικά δεδομένα για την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση που εξελίσσεται στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Παρόλα αυτά και παρά το κλίμα ικανοποίησης που εκπέμπει, συνεπικουρούμενη και από το ΣΥΡΙΖΑ, τόσο οι υποστηρικτές του «ρεαλισμού» (προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο), όσο και οι θιασώτες της σκληρής γραμμής («η Ελλάδα θα δείξει τα δόντια της») συνεχίζουν να παραδέχονται ότι τα αδιέξοδα της αστικής «μας» τάξης παραμένουν στο ακέραιο. Ομολογούν έτσι ότι είναι αδιέξοδα σύμφυτα με το καθεστώς της εξάρτησης που κουβαλάει η χώρα από ιδρύσεώς της, τα οποία «λύνονται» ή περιπλέκονται ανάλογα με τις βουλές των μεγάλων αφεντικών και όχι μέσα από «τακτικές» κινήσεις των υποτακτικών.
Από δικιά της πλευρά η Ιταλία με τη συμφωνία αυτή εκφράζει τη θέλησή της να αναβαθμίσει το ρόλο της εντός της ΕΕ και κυρίως να δηλώσει «παρούσα» στον έντονο ανταγωνισμό που εξελίσσεται στην περιοχή (ενεργειακά, Λιβύη) στέλνοντας ένα μήνυμα και προς την Τουρκία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θέλει να περιορίσει τους ανοιχτούς διαύλους που έχει μαζί της.
Το ζήτημα επομένως με τη συγκεκριμένη συμφωνία δεν είναι οι φανερές ή κρυφές υποχωρήσεις που έγιναν έναντι των ιταλικών απαιτήσεων (δικαιώματα Ιταλών αλιέων, 12 μίλια, δεσμεύσεις εντός της ΕΕ κλπ). Το ζήτημα είναι ότι με αυτή την κίνηση η κυβέρνηση εμπλέκει ακόμη πιο πολύ τη χώρα και το λαό στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Και παράλληλα τραβάει κι αυτή από την πλευρά της το σκοινί της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, όπως κάνει με προκλητικό τρόπο και η κυβέρνηση Ερντογάν. Η φημολογούμενη προσπάθεια συμφωνίας με την Αίγυπτο για τις ΑΟΖ -παρά τα σοβαρά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει- δείχνει ότι αυτό το σπιράλ του αντιδραστικού ανταγωνισμού συσσωρεύει συνεχώς νέους κινδύνους για τους λαούς.
Δε βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην «άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», ή στη δημιουργία «αναχωμάτων έναντι της τουρκικής προκλητικότητας». Πέραν του ότι οι εξελίξεις στην ΑΟΖ της Κύπρου δείχνουν με τραγικό τρόπο τίνος «κυριαρχικά δικαιώματα» κατοχυρώνονται με τις ΑΟΖ, αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλληλουχία αντιδραστικών αστικών «επιλογών», που από τη μια φέρουν το αποτύπωμα της εξάρτησης και από την άλλη φέρνουν πιο κοντά το κίνδυνο μιας θερμής αναμέτρησης (μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας) ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ο λαός μας, δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο να συμμερίζεται αυτήν την κυβερνητική «επιτυχία». Αντίθετα έχει πάμπολους λόγους να αγωνιά και να ανησυχεί για το μέλλον του, τη ζωή του και την ειρήνη στην περιοχή. Και έχει ακόμη πιο πολλούς λόγους να μην αφήσει αυτά τα πολύτιμα αγαθά στα χέρια της εξαρτημένης και τυχοδιωκτικής αστικής «μας» τάξης και των κυβερνήσεών της. Έχει χίλιους λόγους να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός μετώπου πάλης των λαών της περιοχής, και πρώτα απ’ όλα του ελληνικού και τουρκικού λαού, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και το ντόπια υποχείριά του.
Τετάρτη 10 Ιούνη 2020
Το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ(μ-λ)
Η αστική τάξη της Ελλάδας, που θεώρησε -ένα προηγούμενο διάστημα- τη σχετική απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση, σαν μια ευκαιρία για να ανταμειφτεί από τους ιμπεριαλιστές και κυρίως από τις ΗΠΑ για τις «καλές της υπηρεσίες», είδε για μια ακόμη φορά τις ελπίδες και τις μωροφιλοδοξίες της να σκορπίζονται από τη θύελλα των ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων και συμφερόντων. Το άνοιγμα του δρόμου «επανάκαμψης» της Τουρκίας στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού συνοδεύτηκε από τη διαπραγμάτευση της τουρκικής άρχουσας τάξης για ένα ρόλο περιφερειακής δύναμης στη Μ. Ανατολή και την Αν. Μεσόγειο. Η αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ, το τουρκολιβυκό σύμφωνο και η αναγγελία ερευνητικών γεωτρήσεων σχεδόν έξη μίλια από ελληνικά νησιά, χτύπησαν το καμπανάκι του κινδύνου για την άρχουσα τάξη της Ελλάδας που πίστευε ότι με τους τριμερείς –made in USA-άξονες θα στρίμωχνε τον ανταγωνιστή στα μικρασιατικά παράλια. Η «ουδέτερη» θέση της Ουάσιγκτον και των Βρυξελών, προκάλεσε στον αστικό κόσμο της χώρας -που είναι εθισμένος να στηρίζεται σε ξένες πλάτες- έντονη ανησυχία και ανασφάλεια.
Με αυτά τα δεδομένα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, χωρίς να ξεφεύγει ούτε κατά ένα εκατοστό από την αμερικανόστροφη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητάει στηρίγματα και σε άλλες πλευρές, όπως αυτή του «κουρελή ιμπεριαλισμού» της Ιταλίας. Θεωρεί ότι η λογική της «μέσης γραμμής» και «της πλήρους επήρειας των νησιών» στην οριοθέτηση της ΑΟΖ, που χαρακτηρίζουν τη συμφωνία Δένδια-Ντι Μάιο, δημιουργούν θετικά δεδομένα για την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση που εξελίσσεται στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο. Παρόλα αυτά και παρά το κλίμα ικανοποίησης που εκπέμπει, συνεπικουρούμενη και από το ΣΥΡΙΖΑ, τόσο οι υποστηρικτές του «ρεαλισμού» (προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο), όσο και οι θιασώτες της σκληρής γραμμής («η Ελλάδα θα δείξει τα δόντια της») συνεχίζουν να παραδέχονται ότι τα αδιέξοδα της αστικής «μας» τάξης παραμένουν στο ακέραιο. Ομολογούν έτσι ότι είναι αδιέξοδα σύμφυτα με το καθεστώς της εξάρτησης που κουβαλάει η χώρα από ιδρύσεώς της, τα οποία «λύνονται» ή περιπλέκονται ανάλογα με τις βουλές των μεγάλων αφεντικών και όχι μέσα από «τακτικές» κινήσεις των υποτακτικών.
Από δικιά της πλευρά η Ιταλία με τη συμφωνία αυτή εκφράζει τη θέλησή της να αναβαθμίσει το ρόλο της εντός της ΕΕ και κυρίως να δηλώσει «παρούσα» στον έντονο ανταγωνισμό που εξελίσσεται στην περιοχή (ενεργειακά, Λιβύη) στέλνοντας ένα μήνυμα και προς την Τουρκία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι θέλει να περιορίσει τους ανοιχτούς διαύλους που έχει μαζί της.
Το ζήτημα επομένως με τη συγκεκριμένη συμφωνία δεν είναι οι φανερές ή κρυφές υποχωρήσεις που έγιναν έναντι των ιταλικών απαιτήσεων (δικαιώματα Ιταλών αλιέων, 12 μίλια, δεσμεύσεις εντός της ΕΕ κλπ). Το ζήτημα είναι ότι με αυτή την κίνηση η κυβέρνηση εμπλέκει ακόμη πιο πολύ τη χώρα και το λαό στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Και παράλληλα τραβάει κι αυτή από την πλευρά της το σκοινί της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, όπως κάνει με προκλητικό τρόπο και η κυβέρνηση Ερντογάν. Η φημολογούμενη προσπάθεια συμφωνίας με την Αίγυπτο για τις ΑΟΖ -παρά τα σοβαρά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει- δείχνει ότι αυτό το σπιράλ του αντιδραστικού ανταγωνισμού συσσωρεύει συνεχώς νέους κινδύνους για τους λαούς.
Δε βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην «άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», ή στη δημιουργία «αναχωμάτων έναντι της τουρκικής προκλητικότητας». Πέραν του ότι οι εξελίξεις στην ΑΟΖ της Κύπρου δείχνουν με τραγικό τρόπο τίνος «κυριαρχικά δικαιώματα» κατοχυρώνονται με τις ΑΟΖ, αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια αλληλουχία αντιδραστικών αστικών «επιλογών», που από τη μια φέρουν το αποτύπωμα της εξάρτησης και από την άλλη φέρνουν πιο κοντά το κίνδυνο μιας θερμής αναμέτρησης (μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας) ανάμεσα στις δύο χώρες.
Ο λαός μας, δεν έχει λοιπόν κανένα λόγο να συμμερίζεται αυτήν την κυβερνητική «επιτυχία». Αντίθετα έχει πάμπολους λόγους να αγωνιά και να ανησυχεί για το μέλλον του, τη ζωή του και την ειρήνη στην περιοχή. Και έχει ακόμη πιο πολλούς λόγους να μην αφήσει αυτά τα πολύτιμα αγαθά στα χέρια της εξαρτημένης και τυχοδιωκτικής αστικής «μας» τάξης και των κυβερνήσεών της. Έχει χίλιους λόγους να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης ενός μετώπου πάλης των λαών της περιοχής, και πρώτα απ’ όλα του ελληνικού και τουρκικού λαού, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό και το ντόπια υποχείριά του.
Τετάρτη 10 Ιούνη 2020
Το Γραφείο Τύπου του ΚΚΕ(μ-λ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
αφήστε το σχόλιό σας